Βέμπερ, Χάινριχ

Βέμπερ, Χάινριχ
(Heinrich Weber, Χαϊδελβέργη 1842 – Στρασβούργο 1913). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε στη Χαϊδελβέργη, τη Λειψία και το Κένιγκσμπεργκ και έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1869), στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (1870), στο πανεπιστήμιο του Κένιγκσμπεργκ (1875), στην ανώτερη τεχνική σχολή του Βερολίνου (1883) και στα πανεπιστήμια του Μάρμπουργκ (1884), του Γκέτινγκεν (1893) και του Στρασβούργου (1895). Οι εργασίες του είναι σχετικές με τη θεωρία των αριθμών, τις ελλειπτικές και αβελιανές συναρτήσεις, τις πεπερασμένες ομάδες, την υδροδυναμική και την ηλεκτροδυναμική. Σε συνεργασία με τον Ρ. Ντέντεκιντ, επίσης, επεξέτεινε τη θεωρία των ιδεωδών στις αλγεβρικές συναρτήσεις μιας μεταβλητής και επιμελήθηκε την έκδοση των έργων των Γ. Ρίμαν και Ρ. Ντέντεκιντ, όπως επίσης και την έκδοση μιας μαθηματικής εγκυκλοπαίδειας (1903-7).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βέμπερ, Βίλχελμ Έντουαρντ — (Wilhelm Eduard Weber, Βίτενμπεργκ 1804 – Γκέτινγκεν 1891). Γερμανός φυσικός. Ήταν γιος θεολόγου και αδελφός του Ερνστ Χάινριχ Β. (βλ. λ.). Υπήρξε καθηγητής της φυσικής στα πανεπιστήμια της Χάλης (1828) και του Γκέτινγκεν (1831), αλλά το 1837… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Ερνστ Χάινριχ — (Ernst Heinrich Weber, Βυτεμβέργη 1795 – Λειψία 1878). Γερμανός φυσιολόγος και ψυχολόγος. Καθηγητής ανατομίας και φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, συνέδεσε το όνομά του με μελέτες σχετικές με τη φυσιολογία του αίματος, του μεταβολισμού… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”